νυφίτσα

νυφίτσα
Σαρκοφάγο (Mustela nivalis) της μεγάλης οικογένειας των Μουστελιδών. Έχει σώμα ευλύγιστο, μήκους 20-30 εκ., που καλύπτεται όλο τον χρόνο από τρίχωμα κοντό και απαλό, ξανθό στη ράχη και λευκωπό στην κοιλιά, όμοιο με τον καλοκαιρινό μανδύα της ερμελλίνης. Η ουρά είναι κοντή, τα πόδια το ίδιο - αλλά ρωμαλέα κι εφοδιασμένα με νύχια αιχμηρά και κοφτερά. Η ν. ζει σε ανωμαλίες του εδάφους ή στις κουφάλες των δέντρων· είναι αιμοχαρής κι αναζητεί (κυρίως τη νύχτα) ποντικούς, τυφλοπόντικες, ακόμα και κουνέλια, λαγούς και ορνιθοειδή, στα οποία επιτίθεται δαγκώνοντάς τα με τους ισχυρούς κυνόδοντες της: επειδή καταστρέφει σε μεγάλες ποσότητες τρωκτικά της υπαίθρου βλαβερά στη γεωργία, είναι αρκετά ωφέλιμη στον άνθρωπο. Αν συλληφθεί μικρή η ν. μπορεί εύκολα να εξημερωθεί και να γίνει στο σπίτι πιο χρήσιμη από τις γάτες στο κυνήγι του ποντικού. Η ν. είναι παντού διαδεδομένη, στις πεδιάδες και στα βουνά σε ύψος έως 3.000 μ., στην Ευρώπη, στην Ασία και, με συγγενή είδη, στη Βόρεια Αμερική. Η νυφίτσα (mustela nivalis) είναι σαρκοφάγο διαδομένο στην Ευρώπη, Ασία και Β. Αμερική.
* * *
η (Μ νυφίτσα και νυμφίτσα) [νύφη]
κοινή ονομασία ικτίδας, τής Μustela nivalis, τού μικρότερου αλλά και αιμοχαρούς σαρκοφάγου θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύφη κατ' ευφημισμό (πρβλ. γαλλ. belette < belle «όμορφη, καλή»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νυφίτσα — η (ζωολ.), μικρό θηλαστικό του είδους Iκτίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Belette — Belette …   Wikipédia en Français

  • Mustela nivalis — Belette Belette …   Wikipédia en Français

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αίλουρος — ο και η (Α αἴλουρος και αἰέλουρος) γαλή, γάτα, κυρίως αγριόγατα αργότερα και νυφίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. σήμαινε κυρίως την άγρια γάτα, μια και «η γάτα ως κατοικίδιο ζώο δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα» (Chantraine, λ. αἰέλουρος). Η… …   Dictionary of Greek

  • ατσίδα — η (και ουδ. ατσίδι, το) 1. νυφίτσα, κουνάβι 2. (και ατσίδας, ο) έξυπνος, εύστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ικτίδα (αιτ. του ικτίς, ίδος) «κουνάβι» (για την τροπή του κτι σε τσι πρβλ. γαλακτίς γαλακτίδα γαλατσίδα] …   Dictionary of Greek

  • γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… …   Dictionary of Greek

  • ζουρίδα — η ζωολ. κοινή ονομασία τού ζώου ικτίς, αλλ. νυφίτσα …   Dictionary of Greek

  • ικτίδες — οι ζωολ. γενική λόγια ονομασία σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας mustelidae στην οποία ανήκουν πολλά ζώα, όπως η νυφίτσα, η ερμίνα, το κουνάβι κ.ά …   Dictionary of Greek

  • ιχνεύμων — Είδος θηλαστικών που ζουν στην Αφρική. Η επιστημονική τους ονομασία είναι Herpestes ichneumon. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι εκτιμούσαν τα ζώα αυτά, επειδή έτρωγαν τα φίδια και τα αβγά των κροκόδειλων. Οι ι. έχουν χρώμα σταχτοπράσινο και το μήκος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”